κοχλάζω

κοχλάζω
αμετ.
1) кипеть; 2) бурлить, клокотать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κοχλάζω" в других словарях:

  • κοχλάζω — κοχλάζω, κόχλασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κοχλάζω — και χοχλάζω 1. βράζω με θόρυβο, αναταράσσομαι από το βρασμό. 2. φρ., «Kοχλάζω από το θυμό μου», είμαι σε βρασμό ψυχής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοχλάζω — και χοχλάζω (Α κοχλάζω και καχλάζω) (για νερό ή άλλο υγρό) αναταράσσομαι από τον βρασμό, βράζω έντονα («φιάλην ἐν ἧ στάλαγμα ἐκάχλαζεν ἀκηροτάτου πόματος», Φιλόστρ.) νεοελλ. 1. μτφ. βρίσκομαι σε μεγάλη ένταση («κοχλάζει το μίσος του») 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • κοχλάσῃ — κοχλάζω plash aor subj mid 2nd sg κοχλάζω plash aor subj act 3rd sg κοχλάζω plash fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλάζον — κοχλάζω plash pres part act masc voc sg κοχλάζω plash pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλάζοντα — κοχλάζω plash pres part act neut nom/voc/acc pl κοχλάζω plash pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκλακώ — κοχλάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐκοχλάκισα τού κοχλακίζω, κατά το σχήμα ἐτίμησα: τιμῶ] …   Dictionary of Greek

  • κοχλαζούσης — κοχλάζω plash pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλάζειν — κοχλάζω plash pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλάζοντας — κοχλάζω plash pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλάζοντος — κοχλάζω plash pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»